φουριόζος

φουριόζος
-α, -ο
(λ. ιταλ.)
1. φουριόζικος (βλ. λ.).
2. ευέξαπτος, αυτός που οργίζεται εύκολα, θυμωμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουριόζος — α, ο, Ν 1. βιαστικός, ανυπόμονος, ορμητικός 2. θυμωμένος, οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)] …   Dictionary of Greek

  • φουριόζικος — η, ο, Ν [φουριόζος] 1. (για πρόσ.) φουριόζος 2. (για ενέργεια) εσπευσμένος, βιαστικός …   Dictionary of Greek

  • φορτσάδος — φορτσάδος, ο και φορτσάτος, ο (για άνεμο), δυνατός, σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, φουριόζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”